- τρόλεϊ
- Συγκοινωνιακό όχημα χωρίς τροχιές, που κινείται με ηλεκτροκινητήρες συνεχούς ρεύματος, οι οποίοι τροφοδοτούνται από εναέρια γραμμή επαφής. Πρόκειται για συνδυασμό ηλεκτροκίνητου τροχιοδρομικού οχήματος (τραμ) και λεωφορείου. Οι ελαστικοί τροχοί εξασφαλίζουν μεγάλη συνάφεια με το έδαφος και ομαλή πορεία, ενώ οι ηλεκτροκινητήρες συνεχούς ρεύματος επιτρέπουν σημαντικές επιταχύνσεις. Για τους λόγους αυτούς τα ηλεκτροκίνητα οχήματα χρησιμοποιούνται κατά προτίμηση στις πόλεις. Το τ. αποτελείται από ένα πλαίσιο - φορέα (σασί), από το αμάξωμα, από το σύστημα ανάρτησης, από δύο ή τρεις άξονες με ελαστικούς τροχούς (οι οπίσθιοι δίδυμοι), από το σύστημα οδήγησης και από το σύστημα πέδησης (μηχανικά φρένα με αεροϋδραυλικό έλεγχο). Τα όργανα αυτά είναι εντελώς όμοια με των λεωφορείων. Το σύστημα κίνησης μοιάζει, αντίθετα, με των τροχιοδρόμων.
Τρόλει νέας τεχνολογίας στο κέντρο της Αθήνας (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.